αντεπαγωγή
Προφορά
Ετυμολογία
αντεπαγωγή αντί + επαγωγή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αντεπαγωγή
✦ απάντηση σε επαγωγή
✦ αντεπαγωγή όρκου, (νομ.) η μετάθεση της υποχρέωσης να ορκισθεί ο διάδικος, ο οποίος ζήτησε όρκο από τον αντίδικο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–