ανταλλαγή


ανταλλαγή
Προφορά

Ετυμολογία
ανταλλαγή μεταγενέστερη ελληνική ἀνταλλαγή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ανταλλαγή

✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του ανταλλάσσω, αμοιβαία παροχή: ανταλλαγή ευχών – δώρων – εμπορευμάτων
✦ (ειδ.) ανταλλαγή πληθυσμών, η μετανάστευση (εκούσια ή υποχρεωτική) υπηκόων ενός κράτους στη χώρα ενός άλλου έπειτα από σχετική σύμβαση – ανταλλαγή αιχμαλώτων, αμοιβαία απελευθέρωση αιχμαλώτων, με ειδική συμφωνία μεταξύ των εμπολέμων – ανταλλαγή της ύλης, μεταβολισμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.