ανίσκιωτος


ανίσκιωτος
Προφορά

Ετυμολογία
ανίσκιωτος ἀ στερητικό + ίσκιος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανίσκιωτος -η, -ο

✦ αυτός που δεν έχει ίσκιο
✦ αντιπαθητικός, άχαρος άνθρωπος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ανίσκιωτα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.