αδιασταύρωτος


αδιασταύρωτος
Προφορά

Ετυμολογία
αδιασταύρωτος ἀ στερητικό + διασταυρώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αδιασταύρωτος -η, -ο

✦ αυτός που δεν διασταυρώνεται με άλλον: αδιασταύρωτοι δρόμοι
(μτφ. ) αυτός που δεν επιβεβαιώθηκε και από άλλον ή άλλους, ανεπιβεβαίωτος: αδιασταύρωτες πληροφορίες
(βιολ.) αυτός που δεν υποβλήθηκε σε διασταύρωση: αδιασταύρωτες ποικιλίες καλαμποκιού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.