αδιασκεύαστος


αδιασκεύαστος
Προφορά

Ετυμολογία
αδιασκεύαστος ἀ στερητικό + διασκευάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αδιασκεύαστος -η, -ο

✦ αδιαρρύθμιστος, ατακτοποίητος ή που δεν έχει πάρει ακόμη την τελική του μορφή: νοικιάσανε έναν όροφο για τις διοικητικές υπηρεσίες του δήμου αλλά είναι ακόμη αδιασκεύαστος
✦ (για λογοτεχνικό, θεατρικό, μουσικό κτλ., έργο) που δεν έχει υποστεί διασκευή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.