άντρακλας
Προφορά
Ετυμολογία
άντρακλας μεγεθ. του └ουσ┘ άντρας
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο άντρακλας
✦ άντρας ψηλός και σωματώδης: ο καπετάνιος ήταν άντρακλας, με πλατιούς ώμους και με χοντρή κοιλιά (Πετσάλης – Διομήδης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–