ώρα


ώρα
Προφορά

Ετυμολογία
ώρα αρχαία ελληνική ὥρα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ώρα

✦ χρονικό διάστημα ίσο με το ένα εικοστό τέταρτο (1/24) του ημερονυκτίου
✦ στιγμή της ημέρας που καθορίζεται πρακτικά με όργανο μέτρησης το ρολόι
✦ ορισμένη στιγμή της ημέρας, κατάλληλη για κάτι: ώρα φαγητού
✦ εποχή του έτους
✦ χρόνος, καιρός
✦ ρολόι
✦ πληθ. Ώραι, (εκκλησ.) ακολουθίες που ψάλλονται ιδίως στα μοναστήρια
✦ στιγμή της ζωής ατόμου, ομάδας, έθνους: περάσαμε δύσκολες ώρες με τους σεισμούς – οι δύσκολες ώρες των Ελλήνων στην Κατοχή
✦ μικρές ώρες, οι μεταμεσονύκτιες – διδακτική ώρα, το συνεχές χρονικό διάστημα κατά το οποίο διδάσκεται κάτι στο σχολείο
✦ φρ. της ώρας, για ψάρι, φρέσκος, ζωντανός· για κρεατικό που ψήνεται και καταναλίσκεται αμέσως – από ώρα σε ώρα, για κάτι που αναμένεται να συμβεί τις αμέσως επόμενες ώρες – ώρες ώρες, μερικές φορές: ώρες ώρες δεν τον αντέχω – ώρα καλή, ως αποχαιρετισμός – η ώρα η καλή, ως ευχή για την έναρξη έργου, ταξιδιού, για τη σύναψη αρραβώνων κτλ. – απάνω στην ώρα, ακριβώς τη στιγμή που συμβαίνει κάτι ή γίνεται λόγος για κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.