ώμος
Προφορά
Ετυμολογία
ώμος αρχαία ελληνική ὦμος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ώμος
✦ το επάνω μέρος του θώρακα και από τις δύο πλευρές του τραχήλου
✦ (συνεκδ.) μέρος ενδύματος γύρω από τους ώμους
✦ φρ. βαστούν οι ώμοι του, αντέχει στις κακοπάθειες – σήκωσε τους ώμους, έδειξε απορία ή αδιαφορία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–