ώθηση
Προφορά
Ετυμολογία
ώθηση μεταγενέστερη ελληνική ὤθησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ώθηση
✦ η πράξη του ωθώ, σπρώξιμο
✦ (μτφ. ) παρακίνηση, παρότρυνση, προτροπή
✦ (μτφ. ) δύναμη, επιρροή που ασκείται σε κάτι και συντελεί, ώστε να αναπτυχθεί, να εξελιχθεί: είχε δώσει στη χώρα την ώθηση που προκαλεί η μοιραία συνάντηση δύο πολιτισμών (Ρέα Γαλανάκη) – δίνει μια μεγάλη ώθηση σ’ όλες τις εκδηλώσεις της εθνικής ζωής (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–