ωραιόπαθος


ωραιόπαθος
Προφορά

Ετυμολογία
ωραιόπαθος ωραίος + θ. αορ. έπαθον του πάσχω

Ερμηνεία
ωραιόπαθος

✦ -ής, -ές κ. ωραιόπαθος, -η, -ο επίθ. ο κατεχόμενος από το πάθος για τα ωραία πράγματα, ο εκλεπτυσμένος εραστής του ωραίου: κι εκείνοι οι Μέδικοι, σε βίο τρυφηλό δοσμένοι, ωραιοπαθείς, ηδονολάτρες (Γ. Γεραλής)
✦ αυτός που θαυμάζει τον εαυτό του για την ομορφιά του

Συνώνυμα
αυτάρεσκος, νάρκισσος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.