ψύλλος


ψύλλος
Προφορά

Ετυμολογία
ψύλλος μεταγενέστερη ελληνική ψύλλος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ψύλλος

✦ έντομο που ζει παρασιτικά στον άνθρωπο και στα ζώα
✦ φρ. για ψύλλου πήδημα, για ασήμαντη αφορμή, για το παραμικρό: ο γέρος… κατέβαζε χαστούκια για ψύλλου πήδημα (Γ. Θεοτοκάς) – ούτε ψύλλος στον κόρφο του, δεν θα επιθυμούσα να είμαι στη θέση του, να έχω την τύχη του – μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά του, άρχισε να έχει υποψίες – γυρεύει – ψάχνει ψύλλους στ’ άχερα, ματαιοπονεί – καλλιγώνει τον ψύλλο, είναι τετραπέρατος και ικανότατος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.