ψυγείο
Προφορά
Ετυμολογία
ψυγείο μεταγενέστερη ελληνική ψυγεῖον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ψυγείο
✦ ηλεκτρομηχανική συσκευή που αποτελείται από θερμομονωτικό περίβλημα, είναι εφοδιασμένη με όργανο παραγωγής ψύξης, και χρησιμεύει για να συντηρούνται ή να ψύχονται τρόφιμα
✦ χώρος κλειστός, θάλαμος που ψύχεται με ψυκτικά μηχανήματα, και στον οποίο συντηρούνται μεγάλες ποσότητες τροφίμων ή άλλων ευπαθών προϊόντων
✦ όχημα ή πλοίο εφοδιασμένο με ψυκτικά μηχανήματα, που χρησιμεύει για τη μεταφορά τροφίμων
✦ (τεχνολ.) όργανο αυτοκινήτου, σύστημα από λεπτούς αγωγούς στους οποίους κυκλοφορεί το νερό
✦ (ως επίθ. μτφ.) για πάρα πολύ ψυχρό χώρο: αυτό το δωμάτιο είναι ψυγείο
✦ (μτφ. ) βάζω ένα θέμα στο ψυγείο, σταματώ κάθε ενέργεια σχετική με το θέμα αυτό, δεν ασχολούμαι, δεν ενδιαφέρομαι γι’ αυτό
✦ (μτφ. ) στη δημοσιογραφική γλώσσα, για εκπομπή, άρθρο κτλ., που έχει ετοιμαστεί από πριν, συν. δεν έχει σχέση με θέματα επικαιρότητας, και είναι στη διάθεση του μέσου για να μεταδοθεί ή δημοσιευθεί, συν. για να καλύψει ανάγκες χρόνου και χώρου: το καλοκαίρι οι τηλεοπτικοί σταθμοί καλύπτουν το πρόγραμμά τους με εκπομπές από το ψυγείο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–