ψήλωμα


ψήλωμα
Προφορά

Ετυμολογία
ψήλωμα μεσαιωνική ελληνική ψήλωμα(ν)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ψήλωμα

✦ το να ψηλώνει κανείς ή κάτι, το να παίρνει ύψος
✦ ύψωμα, λόφος: πάνω στα ψηλώματα βόσκοντας τα πρόβατα (Ζ. Παπαντωνίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα
κόντεμα, χαμήλωμα
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.