χαστούκι
Προφορά
Ετυμολογία
χαστούκι άγν. ετυμολ.
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το χαστούκι
✦ δυνατό ράπισμα, μπάτσος
✦ (μτφ. ) αναποδιά, αποτυχία: έχει φάει πολλά χαστούκια στη ζωή του
✦ (μτφ. ) ενέργεια που βλάπτει υλικά ή ηθικά κάποιον: ήταν χαστούκι για την κυβέρνηση η αποκάλυψη της μυστικής συμφωνίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–