χαροποιός
Προφορά
Ετυμολογία
χαροποιός μεταγενέστερη ελληνική χαροποιός
Ερμηνεία
χαροποιός
✦ -ά κ. -ός, -ό επίθ. (Κ -ά, -όν κ. -ός, -όν) που προκαλεί χαρά, ευφρόσυνος: μα η φτυαριά της χαροποιά σαν το κελάδημα του καναρινιού (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
χαρμόσυνος, ευφραντικός
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–