χαρά
Προφορά
Ετυμολογία
χαρά αρχαία ελληνική χαρά
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η χαρά
✦ συναισθηματική κατάσταση έντονης ευαρέσκειας Συνών χαρμονή, χαρμοσύνη
✦ γάμος: (ευχετική φρ.) στις χαρές σου
✦ φρ. είναι μια χαρά, βρίσκεται σε άριστη κατάσταση – χαρά Θεού, πολύ ωραία ημέρα – χαρά σ’ εκείνον που…μακάριος, αξιοζήλευτος εκείνος που … – μετά χαράς, ευχαρίστως – χαρά στο πράμα, δεν έχει καμιά αξία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
λύπη, θλίψη, οδύνη
Επιρρήματα
–