χαμαιλέοντας
Προφορά
Ετυμολογία
χαμαιλέοντας αρχαία ελληνική χαμαιλέων
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο χαμαιλέοντας
✦ είδος ερπετού που το δέρμα του έχει την ιδιότητα να αλλάζει χρώμα ανάλογα με το περιβάλλον
✦ (μτφ. ) άνθρωπος που αλλάζει φρονήματα ανάλογα με τα συμφέροντά του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–