χαλαζόπληκτος


χαλαζόπληκτος
Προφορά

Ετυμολογία
χαλαζόπληκτος χάλαζα + πλήττω

Ερμηνεία
χαλαζόπληκτος

✦ κ. χαλαζόπληχτος, -η, -ο επίθ. (Κ -κτος, -ον) που έπαθε ζημιές από το χαλάζι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.