χαλίκωση
Προφορά
Ετυμολογία
χαλίκωση χαλικώνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η χαλίκωση
✦ επίστρωση επιφάνειας με χαλίκια |(ιατρ.) αρρώστια των πνευμόνων που οφείλεται στην εισπνοή μεγάλης ποσότητας από σκόνη χαλικιών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–