χάραγμα
Προφορά
Ετυμολογία
χάραγμα αρχαία ελληνική χάραγμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το χάραγμα
✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του χαράζω, το να κάνει κάποιος σχέδια, γραμμές κτλ. πάνω σε σκληρή επιφάνεια με αιχμηρό όργανο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–