φόρτιση
Προφορά
Ετυμολογία
φόρτιση φορτίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φόρτιση
✦ ενίσχυση συσκευής, μπαταρίας με ηλεκτρισμό: φόρτιση της μπαταρίας
✦ (μτφ. ) δημιουργία έντασης: μέσα σε φόρτιση της ατμόσφαιρας διεξήχθη η δίκη
✦ (μτφ. ) ένταση συναισθημάτων, δημιουργία έντονων συγκινησιακών καταστάσεων: είναι σε συναισθηματική φόρτιση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–