φυσιατρική
Προφορά
Ετυμολογία
φυσιατρική μετάφραση του └αγγλ┘όρου physical medicine
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φυσιατρική
✦ κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τη διάγνωση και θεραπεία νόσων, την αποκατάσταση βλαβών με φυσικά μέσα (κίνηση, φως, νερό, ηλεκτρισμό κτλ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–