φτύνω
Προφορά
Ετυμολογία
φτύνω έφτυσα, αόρ. του φτύω
Ερμηνεία
φτύνω
✦ κ. φτω ρ. (έφτυσα, φτύστηκα, φτυσμένος· Κ πτύω) βγάζω από το στόμα σάλιο ή πτύελο: και σάλιο δεν μου έμεινε από το φτύσε φτύσε (Γ. Σουρής)
✦ βγάζω από το στόμα μου κάτι: έτρωγε και καμιάν ελιά, φτούσε το κουκούτσι και λίγες βρισιές μαζί για το γούρι (Διδώ Σωτηρίου)
✦ ρίχνω σάλιο σε κάποιον ή μιμούμαι τον ήχο του φτυσίματος λέγοντας «φτου», για να αποτρέψω βασκανία: κι ελόγου σου μπορεί να τον έχεις ματιασμένο… Μόνο φτύσ’ τον, λέω. Φτου! (Β. Ρώτας)
✦ ρίχνω σάλιο σε κάποιον για να τον προσβάλω
✦ (μτφ. ) περιφρονώ
✦ (μτφ. ) αηδιάζω
✦ φρ. φτύνω αίμα για να…, καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια: έφτυσε αίμα για να μεγαλώσει τα παιδιά – φτύνω στον κόρφο μου, για να αποτρέψω το κακό μάτι, τη βασκανία
✦ φρ. τα ‘φτυσε, (για πρόσ. κ. γεν. ζωντανούς οργανισμούς) εξοντώθηκε από κούραση – (για μηχανήματα) έπαψε να λειτουργεί λόγω υπερβολικής χρήσης ή βλάβης (η σημ. από τα κινούμενα σχέδια όπου οι μηχανές «φτύνουν» βίδες, γρανάζια κτλ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–