φαρμακομανής
Προφορά
Ετυμολογία
φαρμακομανής φάρμακο + θ. αορ. εμάνην του ρήματος μαίνομαι
Ερμηνεία
└επίθετο┘ φαρμακομανής -ής, -ές
✦ αυτός που, μετά μανίας, χρησιμοποιεί φάρμακα ή συνιστά τη χρήση φαρμάκων, που πιστεύει υπερβολικά στη θεραπευτική ιδιότητα των φαρμάκων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–