φακός
Προφορά
Ετυμολογία
φακός αρχαία ελληνική φακός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο φακός
✦ πλάκα από γυαλί ή άλλο διάφανο υλικό σε σχήμα στρογγυλό με τις δύο επιφάνειες καμπύλες ή τη μια καμπύλη και την άλλη επίπεδη, που χρησιμοποιείται για το σχηματισμό οπτικών ειδώλων: φακός αμφίκυρτος – επιπεδόκυρτος – αμφίκοιλος κτλ.
✦ μεγεθυντικός φακός, συγκλίνων φακός μέσα από τον οποίο τα αντικείμενα φαίνονται μεγεθυμένα και είναι ευχερέστερη η παρατήρηση των λεπτομερειών τους
✦ φωτογραφικός φακός, ο φακός της φωτογραφικής μηχανής – κινηματογραφικός φακός, ο φακός της κάμερας
✦ (ειδ.) το ματογυάλι: φακοί μυωπίας
✦ φακοί επαφής, που τοποθετούνται πάνω στον κερατοειδή χιτώνα του ματιού, για να διορθώσουν ανωμαλίες της οράσεως
✦ φορητή ηλεκτρική λυχνία
✦ (ανατομ.) κρυσταλλοειδής φακός, διαθλαστικό όργανο του ματιού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–