φακή
Προφορά
Ετυμολογία
φακή αρχαία ελληνική φακῆ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φακή
✦ είδος φυτού της οικογένειας των ψυχανθών και τα φαγώσιμα σπέρματά του: οι φακές είναι από τα θρεπτικότερα όσπρια
✦ φρ. αντί πινακίου φακής, με ελάχιστη αμοιβή, με ευτελές αντάλλαγμα – παλικάρι της φακής, θρασύδειλος
✦ (συνεκδ.) φαγητό με το όσπριο αυτό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–