υψώνω
Προφορά
Ετυμολογία
υψώνω μεσαιωνική ελληνική ὑψώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ υψώνω
✦ φέρνω κάτι προς τα πάνω, σηκώνω, ανεβάζω σε ύψος
✦ ανεγείρω τοίχο, οικοδομή κτλ., χτίζω
✦ (μτφ. ) ανεβάζω την αξία, εξαίρω, εξυψώνω
✦ (μαθημ.) υψώνω αριθμό σε δύναμη, πολλαπλασιάζω τον αριθμό επί τον εαυτό του, όσες φορές δηλώνει η δύναμη
✦ φρ. υψώνω φωνή, διαμαρτύρομαι με έντονο τρόπο – υψώνω τη φωνή – τον τόνο της φωνής, μιλώ πιο δυνατά – υψώνω το βλέμμα, κοιτάζω προς τα πάνω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
χαμηλώνω ,ταπεινώνω
Επιρρήματα
–