υπόληψη
Προφορά
Ετυμολογία
υπόληψη αρχαία ελληνική ὑπόληψις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η υπόληψη
✦ η θετική γνώμη που έχει κανείς για κάποιον, ο σεβασμός, η εκτίμηση που αισθάνεται για κάποιον
✦ καλή φήμη, γενικός σεβασμός: τον είχανε σε υπόληψη για την ανεξαρτησία του χαρακτήρα του (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ανυποληψία
Επιρρήματα
–