υπόκωφος


υπόκωφος
Προφορά

Ετυμολογία
υπόκωφος αρχαία ελληνική ὑπόκωφος

Ερμηνεία
επίθετο┘ υπόκωφος -η, -ο

✦ ο προερχόμενος από βάθος, πνιχτός: άκουες… ένα θόρυβο υπόκωφο και απειλητικό να ανεβαίνει από την είσοδο προς την έδρα (Γ. Θεοτοκάς)
(μτφ. ) αυτός που υπάρχει ή συντελείται χωρίς να φαίνεται αλλά γίνεται αντιληπτός: υπάρχει μια συνεχής, υπόκωφη ένταση (Άγγ. Βλάχος) – αισθανόμουν σ’ αυτούς τους δυο μια υπόκωφη υπομονετική συγκατάβαση που έμενε και επέμενε (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.