υποτροπή
Προφορά
Ετυμολογία
υποτροπή αρχαία ελληνική ὑποτροπή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η υποτροπή
✦ επανεμφάνιση, επανάληψη |(ιατρ.) επανεμφάνιση της ίδιας αρρώστιας έπειτα από ορισμένο διάστημα
✦ (νομ.) επανάληψη αξιόποινης πράξης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–