υπογραμμός
Προφορά
Ετυμολογία
υπογραμμός κατά Φ. Κουκουλέ, μεσαιωνική ελληνική ὑπογραμμός, από το δείγμα γραφής που έδινε ο δάσκαλος στα μεσαιωνική ελληνική σχολεία και αντέγραφαν οι μαθητές
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο υπογραμμός
✦ εύχρ. στη φρ. τύπος και υπογραμμός, υποδειγματικής συμπεριφοράς, πρότυπο για μίμηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–