υπερσιτισμός


υπερσιτισμός
Προφορά

Ετυμολογία
υπερσιτισμός υπερσιτίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο υπερσιτισμός

✦ λήψη ή χορήγηση τροφής σε υπερβολική ποσότητα, ιδ. για θεραπευτικό σκοπό

Συνώνυμα

Αντίθετα
υποσιτισμός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.