υπερπαραγωγή
Προφορά
Ετυμολογία
υπερπαραγωγή υπέρ + παραγωγή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η υπερπαραγωγή
✦ παραγωγή βιομηχανικών ή γεωργικών προϊόντων μεγαλύτερη από την αναγκαία ή την προβλεπόμενη
✦ ως χαρακτηρισμός για κινηματογραφικό, τηλεοπτικό ή θεατρικό έργο, για την παραγωγή του οποίου απαιτήθηκαν πολλά χρήματα και μέσα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–