υπέχω
Προφορά
Ετυμολογία
υπέχω αρχαία ελληνική ὑπέχω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ υπέχω
✦ κρατώ κάτι από κάτω, υποβαστάζω· εύχρ., συνήθ., στις φρ. υπέχω ευθύνη, είμαι υπεύθυνος – υπέχω λόγο, είμαι υπόλογος, υπόκειμαι σε λογοδοσία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–