τσιμουδιά


τσιμουδιά
Προφορά

Ετυμολογία
τσιμουδιά κατά Μ. Φιλήντα από συμφυρμό των τσίτο (= σιωπή) + μουτιά (= σιωπή)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τσιμουδιά

✦ εύχρ. στις φρ. δεν έβγαλε τσιμουδιά, έμεινε άφωνος, ούτε λέξη δεν ξεστόμισε – μη βγάλεις τσιμουδιά, τήρησε απόλυτη σιωπή
✦ και ως προστακτ. επιφών. τσιμουδιά! σιωπή!, ούτε λέξη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.