τσιλιαδόρος


τσιλιαδόρος
Προφορά

Ετυμολογία
τσιλιαδόρος τσίλιες + -δόρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τσιλιαδόρος

✦ αυτός που εκτελεί χρέη φρουρού (τσίλιες) σε ύποπτες επιχειρήσεις του υποκόσμου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.