τσίγκος
Προφορά
Ετυμολογία
τσίγκος └ιταλ┘zinco
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο τσίγκος
✦ ο ψευδάργυρος
✦ (τυπογρ.) πλάκα εκτύπωσης στη μέθοδο όφσετ (λέγεται έτσι παρόλο που το αρχικό υλικό, ο ψευδάργυρος, το οποίο πρωτοχρησιμοποιήθηκε, έχει αντικατασταθεί από άλλα μέταλλα)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–