τρόπος
Προφορά
Ετυμολογία
τρόπος αρχαία ελληνική τρόπος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο τρόπος
✦ μέθοδος, μέσο: δεν είναι αυτός ο κατάλληλος τρόπος ενέργειας – εργασίας
✦ διαγωγή, φέρσιμο: δε μ’ αρέσει ο τρόπος του – έχει καλούς τρόπους
✦ επιτηδειότητα, λεπτότητα: πάντα βρίσκει τον τρόπο να ελιχθεί
✦ περιουσία, μέσα: έχει τον τρόπο της η χήρα, γι’ αυτό τη διπλάρωσε
✦ (γραμμ.) σχήμα λόγου, περίτεχνη έκφραση
✦ (μουσ.) σύστημα διατάξεως των τόνων της κλίμακας: με τα καλάμια που τραγουδούσαν… σε τρόπο λυδικό (Γ. Σεφέρης)
✦ φρ. με τρόπο, όχι απότομα, επιτήδεια ή κρυφά
✦ φρ. παντί τρόπω – με κάθε τρόπο – δια παντός τρόπου, με κάθε μέσο, με κάθε προσπάθεια, οπωσδήποτε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–