τροφικός


τροφικός
Προφορά

Ετυμολογία
τροφικός μεταγενέστερη ελληνική τροφικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ τροφικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με την τροφή: τροφική δηλητηρίαση
✦ ο σχετικός με τη θρέψη ή που συντελεί στη θρέψη
✦ τροφική αλυσίδα, (οικολ.) νοητή αλυσίδα που παριστάνει τη διαδικασία διατροφής των οργανισμών, από τα φυτά μέχρι τον άνθρωπο, κατά την οποία κάθε οργανισμός αποτελεί τροφή για τον επόμενο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.