τροπικός
Προφορά
Ετυμολογία
τροπικός αρχαία ελληνική τροπικός (ενν. κύκλος)
Ερμηνεία
└επίθετο┘ τροπικός -ή, -ό
✦ (αστρον.) ο σχετικός με τις τροπές του ήλιου
✦ ο τροπικός ως ουσ., καθένας από τους νοητούς κύκλους της ουράνιας σφαίρας εκατέρωθεν του Ισημερινού
✦ (γεωγρ.) ο κοντά στον ισημερινό: τροπικές χώρες
✦ (αρχαία ελληνική τροπικός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–