τροπή
Προφορά
Ετυμολογία
τροπή αρχαία ελληνική τροπή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η τροπή
✦ αλλαγή κατευθύνσεως
✦ μεταβολή, τροποποίηση
✦ ανταλλαγή
✦ (γραμμ.) μεταβολή φθόγγου σε άλλον
✦ (αστρον.) σημείο της εκλειπτικής όπου ο ήλιος φαίνεται ότι τρέπεται προς το άλλο ημισφαίριο: θερινή – χειμερινή τροπή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–