τριχίδιο
Προφορά
Ετυμολογία
τριχίδιο μεταγενέστερη ελληνική τριχίδιον, υποκοριστικό του τριχίς, -ίδος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τριχίδιο
✦ καθένα από τα τριχοειδή νημάτια που εκφύονται από τη ρίζα φυτού και συντελούν στην απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–