τριχίαση


τριχίαση
Προφορά

Ετυμολογία
τριχίαση μεταγενέστερη ελληνική τριχίασις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τριχίαση

✦ πάθηση των βλεφάρων κατά την οποία οι βλεφαρίδες στρέφονται προς τα μέσα και ερεθίζουν τον κερατοειδή χιτώνα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.