τρισδιάστατος


τρισδιάστατος
Προφορά

Ετυμολογία
τρισδιάστατος τρις + διίσταμαι

Ερμηνεία
επίθετο┘ τρισδιάστατος -η, -ο

✦ ο εκτεινόμενος κατά τρεις διευθύνσεις, που έχει τρεις διαστάσεις (μήκος, πλάτος και ύψος ή πάχος ή βάθος): τα στερεά σώματα είναι τρισδιάστατα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.