τραπέζι
Προφορά
Ετυμολογία
τραπέζι μεσαιωνική ελληνική τραπέζιν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τραπέζι
✦ έπιπλο συνήθως ξύλινο αποτελούμενο από οριζόντια επιφάνεια που στηρίζεται σε τέσσερα πόδια και χρησιμεύει για την παράθεση φαγητού, για την εκτέλεση κάποιας εργασίας ή για την τοποθέτηση αντικειμένων
✦ γεύμα ή δείπνο
✦ φρ. κάνω το τραπέζι, παραθέτω γεύμα ή δείπνο – κάθομαι στο ίδιο τραπέζι με κάποιον, συζητώ με κάποιον ορισμένο θέμα – κάτω απ’ το τραπέζι, για κάτι που γίνεται με μη νόμιμο και αδιαφανή τρόπο: συμφώνησαν την αμοιβή του κάτω απ’ το τραπέζι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–