τοξικοφοβία
Προφορά
Ετυμολογία
τοξικοφοβία τοξικός + φόβος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η τοξικοφοβία
✦ νοσηρός φόβος για τα δηλητήρια, που εκδηλώνεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, με άρνηση του πάσχοντος να φάει ή να πιει οτιδήποτε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–