τεχνοκριτικός


τεχνοκριτικός
Προφορά

Ετυμολογία
τεχνοκριτικός τεχνοκρίτης

Ερμηνεία
επίθετο┘ τεχνοκριτικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με την κριτική έργων τέχνης
✦ (αρσ. κ. θηλ.) τεχνοκριτικός ως ουσ., πρόσωπο ειδικευμένο στην κριτική καλλιτεχνικών έργων, ιδ. των εικαστικών τεχνών
✦ θηλ. τεχνοκριτική ως ουσ., η κρίση και αξιολόγηση των καλλιτεχνικών έργων, ιδ. των εικαστικών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.