τερμίτης
Προφορά
Ετυμολογία
τερμίτης └γαλλ┘ termite
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο τερμίτης
✦ είδος εντόμου που είναι γνωστό και ως άσπρο μυρμήγκι, ανήκει στην τάξη των ισοπτέρων, απαντάται σε θερμές περιοχές, τρέφεται κυρίως με ξύλο και ζει σε κοινωνίες
✦ (μτφ. ) υπονομευτής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–