ταχύμετρο
Προφορά
Ετυμολογία
ταχύμετρο ταχύς + μέτρον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ταχύμετρο
✦ (φυσ.) όργανο μετρήσεως της ταχύτητας περιστροφής ενός μηχανισμού
✦ (τοπογρ.) όργανο για την ταυτόχρονη οριζόντια και κατά ύψος αποτύπωση περιοχής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–