ταχύγλωσσος


ταχύγλωσσος
Προφορά

Ετυμολογία
ταχύγλωσσος αρχαία ελληνική ταχύγλωσσος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ταχύγλωσσος -η, -ο

✦ που μιλά γρήγορα ή με ευχέρεια
✦ που πάσχει από ταχυγλωσσία

Συνώνυμα

Αντίθετα
βραδύγλωσσος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.